μπριλάντι — και μπριγιάντι και μπριγιάν, το διαμάντι με πολλές έδρες, στιλβαδάμας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. brillante < λατ. *beryllo < λατ. beryllus < βήρυλλος. Οι τ. μπριγιάν, μπριγιάντι σχηματίστηκαν κατ επίδραση τής προφοράς τού γαλλ.… … Dictionary of Greek
δακτυλίδι ή δαχτυλίδι — Κρίκος από μέταλλο, συνήθως πολύτιμο, που φοριέται στο δάχτυλο είτε ως κόσμημα είτε ως σύμβολο πίστης είτε ακόμα ως σύμβολο εξουσίας. Η καταγωγή του είναι πάρα πολύ παλαιά και ανάγεται στην εποχή του χαλκού. Το δ. ήταν στην αρχή πολύ απλό, αλλά… … Dictionary of Greek
περλάντι — το, Ν το μπριλάντι. [ΕΤΥΜΟΛ. Δημ. τ. τού μπριλάντι*] … Dictionary of Greek
στιλβαδάμας — αντος, ο, Ν διαμάντι στρογγυλεμένο και κατεργασμένο με 58 περίπου έδρες, το οποίο πρόκειται να στερεωθεί σε κόσμημα και τού οποίου η καθαρότητα, η διαφάνεια, η λάμψη και το σχήμα καθορίζουν την ποιότητά του, κν. μπριλάντι ή μπριγιάντι ή μπριγιάν … Dictionary of Greek
μπριγιάντι — και μπριγιάν, το βλ. μπριλάντι … Dictionary of Greek
λίθοι, πολύτιμοι — Έτσι ονομάζονται τα ορυκτά (γενικώς κρυσταλλικά, αλλά μερικές φορές και άμορφα) που χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά αντικείμενα εξαιτίας της ωραιότητας, της σκληρότητας και της σπανιότητάς τους, αφού υποβληθούν πρώτα σε ειδική κατεργασία.… … Dictionary of Greek